Aπό την Αγγελίνα Παρασκευοπούλου
Η σχέση μου με το ποδήλατο ξεκινά – μάλλον καρμικά – από μικρή ηλικία. Τότε που έκανα ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες και ζήλευα αφάνταστα τα παιδιά που ισορροπούσαν σε δύο…
Αν και μου πήρε καιρό να αποχωριστώ τις βοηθητικές, αφού από τη μία φοβόμουν και από την άλλη ήμουν και από μικρή κάπως… ανισόρροπη, τελικά τα κατάφερα. Έκτοτε κυκλοφορούσα με καμάρι στο χωριό της μητέρας μου, δηλαδή όταν λέω κυκλοφορούσα, εννοώ το γύρο της μεγάλης πλατείας και την επιστροφή μου στο σπίτι. Μέχρι εκεί. Και πολύ μου ήταν. Γιατί φοβόμουν. Στην Αθήνα δε, ούτε λόγος, άντε σε καμιά Πάρνηθα με τους γονείς μου, γύρω από την ταβέρνα που θα τρώγαμε δηλαδή και άντε και σε καμιά αυλή φίλου ή γείτονα. Εξάλλου, ούτε οι φίλοι μου ποδηλατούσαν στη γειτονιά, οπότε, τι, μόνη μου να ποδηλατούσα; Από πού και ως πού; (Κυριολεκτικά και μεταφορικά). Εξάλλου, φοβόμουν.
Τα χρόνια πέρασαν, με την εφηβεία μου και μετέπειτα να μεγαλώνω, χωρίς ποδήλατο.
Μέχρι που σε κάποια γενέθλιά μου και ενώ σπούδαζα ακόμα Αγγλία, ήρθε ένα μπλε ποδήλατο με ροζ κορδέλα στο σαλόνι μου, δώρο του τότε φίλου μου, ο οποίος είχε πάρει ένα ποδήλατο και για τον ίδιο. Όχι… δεν ήμασταν ποδηλάτες. Κανείς από τους δυο μας. Αλλά ήμασταν πρόθυμοι να γίνουμε, ιδίως εγώ που κατενθουσιάστηκα, και με το που το πήρα έκανα τον γύρο του τετραγώνου γύρω από το πατρικό μου. Τόσο μπορούσα. Εξάλλου είχα να καβαλήσω χρόνια ποδήλατο, και όπως ήταν λογικό, φοβόμουν…
Στη συνέχεια αποφασίσαμε με τον φίλο μου ότι τα Πατήσια δεν ήταν ιδανική και ασφαλή περιοχή για ποδηλάτες, οπότε φορτώσαμε το δικό μου στο αμάξι και το πήγαμε στα Μελίσσια, να κάνει παρέα με το άλλο ποδήλατο, όπου θα ήταν και πιο ανθρώπινα για εμάς, τους – νέους ποδηλάτες!
Πράγματι, μετά από ένα μήνα αποφασίσαμε ένα απόγευμα, να βγούμε βόλτα στα Μελίσσια! Τι ωραία, επιτέλους! Πολλές ανηφόρες όμως στο πρώτο δεκάλεπτο και δυστυχώς μετά μας ήρθαν, ως μάννα εξ ουρανού, κάτι ψιχάλες που φυσικά σήμαινε ότι έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι γρήγορα, γιατί δεν είναι να τα βάζεις με καλοκαιριάτικες μπόρες! Εξάλλου, εγώ – ακόμα – φοβόμουν.
Κάπου εκεί θεωρήσαμε ότι είναι ίσως καλύτερα τα ποδήλατα να τα πηγαίναμε στο χωριό, εκεί θα κάναμε πιο ευχάριστα και ουσιαστικά ποδήλατο. Και φορτώσαμε τα ποδήλατά μας, αυτή την φορά μαζί, και τα δύο, σε ένα αγροτικό και βουρ για Μάνη. Μπορεί εγώ να μην είχα κάνει ούτε χιλιόμετρο με το ποδήλατο, αυτό όμως είχε ήδη γυρίσει τη μισή Αθήνα και τη μισή Πελοπόννησο, άνετο, ολοκαίνουργιο και ξεκούραστο. Και πάνω σε τέσσερις τροχούς.
Φυσικά και στο χωριό τα πράγματα δεν ήταν πολύ εύκολα, για να μην πω ότι τελικά ήταν και πιο επικίνδυνα. Πολύ ανηφόρα, αγροτικός δρόμος, αμάξια να τρέχουν, ζέστη, τι ζέστη, καύσωνας δηλαδή, οπότε έμειναν και τα δύο να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στην αποθήκη για πολλά πολλά χρόνια. Ίσως και να είναι εκεί, ακόμα.
Και τα χρόνια πέρασαν πάλι, και παραπέρασαν και εγώ καβάτζαρα τα 30+, χωρίς να έχω κάνει ποδήλατο από τότε. Μέχρι που κάποια στιγμή, πάνω σε ένα χωρισμό μιας φίλης, βρέθηκε στο μπαλκόνι της ένα ποδήλατο του πρώην της, που και αυτό είχε λίγο πολύ την ίδια ιστορία με το δικό μου, μόνο που δεν πρόλαβε να κάνει ούτε χλμ. Έμεινε ν’αγναντεύει από το μπαλκόνι… Η φίλη μου επέμενε να το πάρω, είχα εκφράσει δειλά τότε την επιθυμία να συμμετέχω σε βόλτες στην Αθήνα, που έβλεπα μέσα από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητό μου και έσκαγα από την ζήλια μου. Φυσικά και όταν πήρα το ποδήλατο από το σπίτι της φίλης μου, λίγα στενά πιο πάνω, το έφερα με τα χέρια. Πού να το καβαλήσω; Ήθελε σέρβις, φούσκωμα, ρύθμιση κτλ κτλ. Α! Και φυσικά φοβόμουν.
Στην πρώτη βόλτα που πήγα, πήγα και ήρθα με το τρένο. Ποδηλάτισα μαζί με άλλους ποδηλάτες, με αστυνομική επίβλεψη, μια απόσταση περίπου 1.000 μέτρων, με στάσεις. Μου φάνηκε Γολγοθάς. Αλλά μου άρεσε κιόλας. Στη 2η μου βόλτα είχα και ένα φίλο μου, πολύ σκληροπυρηνικό ποδηλάτη, οπού τον ανάγκασα να πάμε στο σημείο εκκίνησης της βόλτας με μετρό. Δηλαδή για την ακρίβεια, πρώτα με τρένο και στη συνέχεια με μετρό. Ανέβα-κατέβα σκαλιά και κυλιόμενες, μπες-βγες σε βαγόνια, για μια ποδηλατική βόλτα, 2.000 χλμ, που ήταν και κατηφορική. Πιο πολύ κουραστήκαμε στο μέτρο από τον κουβάλημα, παρά στην βόλτα καθαυτή. Φυσικά ο φίλος μου, ακόμα με βρίζει και ούτε ξανάρθε μαζί μου πουθενά. Αλλά τι να κάνω, που ακόμα φοβόμουν.
Τότε αποφάσισα να συμμετέχω σε μία ακόμα μεγαλύτερη βόλτα, βραδινή κιόλας, αφού θα πήγαινα με τα αγόρια της γειτονιάς μου, που ήδη την ακολουθούσαν καιρό. Δειλά δειλά, ένα μαγιάτικο βράδυ, που όλα έδειχναν ιδανικά, και δεν μπορούσα να μου βρω πια καμία άλλη δικαιολογία, πήγα. Και τα έφτυσα. Τέτοια ταλαιπωρία και τέτοιο πιάσιμο δε θυμάμαι να είχα υποστεί ποτέ. Την επιστροφή δε, την έβγαλα με ένα χέρι πάνω στην πλάτη μου να με σπρώχνει, ακόμα και στην πιο μικρή ανηφόρα. Τρεις ημέρες έκανα να συνέλθω. Αλλά… μου άρεσε. Μου άρεσε όλο αυτό που είχα δει για πρώτη φορά. Τα γέλια, η θετική αύρα που ανέβλυζε από τους τόσους άγνωστους ποδηλάτες, τους παλιούς φίλους που τυχαία πέτυχα εκεί, και δεν το πιστεύαμε, τα γέλια και ο χαβαλές που κάναμε, και εν τέλει η ατάκα του φίλου μου και γείτονά μου στο τελευταίο φανάρι πριν με αφήσει σπίτι μου: «Ποιος θα μας το έλεγε ρε Λίνα, ότι στα 35 μας, θα βρισκόμασταν να κάνουμε ποδήλατο στην Αθήνα, 03.00 τα χαράματα;» (εγώ για την ιστορία, ήμουν παρακάτι 34 τότε, και θίχθηκα κιόλας!)
Αυτό ήταν λοιπόν…. Ξεκίνησα να πηγαίνω με το χρέπι μου, που ούτε ταχύτητες δεν άλλαζε από τη σκουριά σε κάθε βόλτα που άκουγα. Βέβαια ακόμα πήγαινα με συγκοινωνία και γύρναγα εάν ήμουν μόνη μου, γιατί ακόμα φοβόμουν… Λίγο όμως.
Τα χρόνια πέρασαν, πολύ γρήγορα και πολύ ευχάριστα, με το ποδήλατο να παίζει έναν από τους κυριότερους ρόλους στη ζωή μου. Να έχει γίνει η διασκέδασή μου, το αντικαταθλιπτικό μου, η εκτόνωσή μου, η παρέα μου, και να μου έχει φέρει ένα σωρό καλούς φίλους και όχι μόνο. Α! Και να με γυμνάζει, ειδικά σε σημεία που κάθε γυναίκα βασανίζεται και αγωνιά να έχει σε φόρμα! Πλέον θα επιλέξω να πάω κάπου με το ποδήλατο, ακόμα και για καφέ/ποτό (εάν ξέρω ότι θα είναι ασφαλές), ενώ δεν φοβάμαι να ποδηλατήσω μόνη μου, στην Πατησίων, στη Λ. Αλεξάνδρας, στη Σταδίου, στην Κηφισίας, στην Ιερά Οδό, στο χωριό, στη Μάνη, στον Ταΰγετο και έχω ακόμα πολλά μέρη στο μυαλό μου που σκοπεύω να χαράξω με τις ρόδες μου. Αν και με ευχαριστεί αφάνταστα η παρέα και το κους-κους πάνω στο ποδήλατο, υπάρχουν στιγμές που περνάω τόσο καλά με τον εαυτό μου, χαζεύω τα χρώματα της κάθε εποχής, τα λουλούδια, τις μυρωδιές που μόνο πάνω σ’ ένα ποδήλατο μπορούν να σε μεθύσουν καθαρά και απόλυτα. Το πιο περίεργο είναι όμως, ότι αν και παιδί του κέντρου, που αγαπάω τα Πατήσια μου, αλλά και τον Πειραιά, έχω γνωρίσει και αγαπήσει παρέα με το ποδήλατό μου, και όλη την υπόλοιπη Αθήνα, που αν και γνώριζα, δεν την είχα δει ποτέ τόσο όμορφη και ανθρώπινη, όσο πάνω στις ρόδες μου. Χωρίς άγχος, νεύρα και κλεισμένη σ΄ ένα αμάξι ή πάνω σε μία μηχανή που τρέχει προσπαθώντας να «επιβιώσει» ανάμεσα στα απρόβλεπτα αυτοκίνητα…
Ελεύθερη. Ανέμελη. Γελαστή. Ή καμιά φόρα και σκυθρωπή, εάν έχω σκοτούρες, που θα μείνουν πίσω μου όση ώρα βολτάρω ή θα μου «ανοίξει» ο δρόμος μία λύση, που είχε μπλοκάρει κλεισμένη στο σπίτι, στο γραφείο, στο αμάξι…
Τολμήστε το κορίτσια. Τολμήστε το δειλά σαν και μένα, με οποιοδήποτε ποδήλατο έχετε ή μπορείτε να πάρετε, ακόμα και με το ενδεχόμενο να καταλήξει σε καμιά αποθήκη ή στην καλύτερη περίπτωση, κρεμάστρα…
Οι ορίζοντες που θα σας ανοίξει ο δρόμος του, θα είναι τόσο φωτεινοί και πρωτόγονοι, που το μόνο σίγουρο είναι ότι, εκτός από την θετική εξέλιξη του σώματός σας, θα «μεταμορφωθεί» και η ψυχή σας.
Και θα φοβάστε πολύ λιγότερο, τα πάντα!